Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Δίψα

Πάνε χρόνια που το είδωλό σου ψάχνω
στο φέγγος της αυγής
στην άμμο της ερήμου και στο κύμα
Σημάδι δεν μου έδωσες ποτέ κι αργοκυλώ
στου νόστου μιας ανάμνησης το ρήγμα

Κι αν το πρόσωπο ρυτίδες αυλακώνει
και τα μάτια μου θολά
ο ήχος της ψυχή σου με τραβά
σε διάσελα κρυμμένα από αιώνες
μοιάζει η μέρα μου στιγμή που προσπέρνα

Πάλι η νύχτα απ΄ τα χέρια μου κρεμιέται
να μου κρύβει την αφή
πάνω στα βράχια της ξαπλώνει η σιωπή μου
επτά φεγγάρια ώσπου να΄ρθει η αυγή
καρτέρι με το νου μου οπλισμένο

Μ΄ ένα τραγούδι η θάλασσα κοντά της με καλεί
μηνύματα μου στέλνει με την αύρα
ψάχνεις του κόσμου κρυμμένα μυστικά
στον κόρφο μου να΄ρθείς και ν΄ απαγγείλεις
εκείνο το ποίημα που σου έμαθε η στεριά

Μες τους χάρτες μου σημάδια ανατέλλουν
για νήσους που δεν έμαθα ποτέ
αρχαίοι ψίθυροι κρυφά με ταξιδεύουν
σε μνήματα σε σκάλες και σε υπόγεια
της λήθης να ξεθάψω τους χρησμούς

Μοιάζει η ζωή μου με αστέρευτο πηγάδι
είναι βαθιά για μένα πώς να πιω
είναι η σκάλα μου μικρή και δεν μου φτάνει
όλου του κόσμου το νερό κι εγώ διψώ
μα φτάνει η ώρα μέσα του να πνιγώ

Αγρύπνια

Οι τεχνητές αναπνοές δεν βοηθούν
το προσωρινό να ανανήψει
Ούτε και οι μεγάλες παρέες των λέξεων
που οικτίρουν την θνητότητά μας
Εντρυφούμε στο κόψιμο των λουλουδιών
στολίζοντας την ματαιότητα της ύλης
Ξεγελασμένοι πάντα…
Τραγικοί ποιητές της συνήθειας
Σεργιανάμε στα ασκούπιστα μονοπάτια
του νου
Παρελαύνουν οι λέξεις γυμνές στο δρόμο
Με προσοχή διαλέγουμε με ποιες θα συμμαχήσουμε
χαρίζοντας στις άλλες διαβατήρια εξορίας
Σαρκαστικοί σε ξένες ποιότητες αναπαράγουμε
το είδος μας για χάρη μιας τέχνης που δεν μας ανήκει
Η γλώσσα ακροβατεί μεταξύ ειρωνείας
και εξυπνάδας

Αυτά τα χέρια ικανά για χάδι κι αγκαλιά
εκπαιδεύτηκαν να μακελεύουν το φαινομενικά
αταίριαστο
Η γνώση συσσωρεύεται χωρίς διακριτικό δίκιου
η άδικου, στριμώχνετε σε ατομικότητες
φτιάχνοντας τα δικά της δικαστήρια
Μωροί σε παιχνίδια αθανασίας.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Απούσα Παρουσία

Το ζιζάνιο της αμφιβολίας
τρύπωσε απόψε στο μαξιλάρι
Τα πεταμένα ρούχα μύριζαν άγχος
κι αυτά τα παπούτσια μόνα τους
περπατούσαν στην αυλή πάνω κάτω
Τα χθεσινά όνειρα τεμπέλιαζαν στην ντουλάπα
ανοίγοντας διαλεκτική με τους σκώρους
Η τσαγιέρα σφύριζε αδιάφορα στην κουζίνα
ασυγκίνητη για την διακοπή του ρεύματος
Οι χτένες στο μπάνιο έκαναν του κεφαλιού τους
μαζεύοντας τρίχες από το χθες
Η απουσία μου κοιτούσε έξω από το παράθυρο
τα δρώμενα κρατώντας μόνο το κλειδί της εξώπορτας
Μια βροχούλα άρχισε να πέφτει μουσκεύοντας
την μηλιά στην αυλή και ένας όφις πάνω της
έκλεγε για μια χαμένη Εύα
Πάνω στο γραφείο ένα βιβλίο στην τελευταία σελίδα ανοιχτό
έκλισε απότομα από το αεράκι που στέγνωνε τα ρούχα
στο μπαλκόνι.-

Τρίδυμα φεγγάρια

Στην πύρινη ομορφιά της απαγωγής σου γλιστρώ
Οι δέκα διάνοιες των χεριών σου αφαρπάζουν το
απόλυτό μου
Γυρίζω σαν σελίδα στο χθόνιο γέλιο σου
Μια απόκοσμη οπτασία ανελίσσετε
στα χρώματα της αύρα σου
Ανασαίνω την υγρασία των ματιών σου
εύφλεκτο υλικό
Έρωτας αμφίσημος δροσερή φωτιά στο σώμα
Δυο χείλη κατακόκκινα φεγγάρια με καταπίνουν
στη νύχτα τους
Βαθιά θάλασσα ήλιου το κορμί σου και βυθίζομαι
Κρυστάλλινος θάνατος άνθος της σιωπής
Ζωή – Έρωτας – Θάνατος
Τα τρίδυμα φεγγάρια ανατέλλουν.

Του Έρωτα

Με όρισες σαν σύνορο
στο βεληνεκές της ανάσας σου
Στου αρώματός σου
το εύπλαστο κύμα

Στο χρυσό στέμμα των ματιών σου
ιριδίζω σαν φωτεινό μετέωρο
Άπιαστη μοναδικότητα
στον ορίζοντα της χαράς μου

Αυτόχειρας διάττοντας
φλέγομαι στον αιθέρα σου
Γλυκιά προσμονή της στιγμής
τον Έρωτά σου να μεταλάβω

Αύρες φωτεινές σε σύμπαντα άγνωστα
θα κοινωνούμε τα άχραντα μυστήρια
στων άχρονων ψυχών μας τα ευαγγέλια
του αθάνατου κόσμου το κτιστό ποίημα