Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Πλάνη

Δεν ξενυχτώ για μένα
μα για τα μάτια που έκλεισαν για πάντα
να προλάβω του χρόνου τη σιωπή
στα λιωμένα τους βλέφαρα
Στις άδειες κόγχες της απουσίας τους
να κοιτάξω, να δω, πέρα και μέσα
απ΄την κουρτίνα του θανάτου

Να μάθω να είμαι αρκετός
να καίω μόνος την φλόγα μου
χωρίς το ψέμα μιας αληθινής σάρκας
Χωρίς τη δανεική ενέργεια των άλλων
πλασμάτων να ρουφώ λέγοντας
σ΄αγαπώ, σε χρειάζομαι, σ΄έχω ανάγκη

Κοίτα καημένε τυφλέ…κοίτα..
Ο Κόσμος δεν περιμένει, δεν κοντοστέκεται
μέχρι να μάθεις να βλέπεις
Δεν έχει πόρτα το κελί καημένε μου τυφλέ
μα δεν στο είπε κανένας και εσύ δεν μπήκες
στο κόπο να ψηλαφίσεις τους τοίχους
ούτε καν να βγάλεις την μάσκα του
ύπνου απ΄τα μάτια σου

Δεν ξενυχτώ για μένα
μα για το χέρι που θ΄απλωθεί απ΄το σκοτάδι
και θα γυρέψει το δικό μου
γιατί κι αυτό δικό μου είναι

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Αναχώρηση

Ο βρόμικος αέρας της πόλης
βρόμιζε τις καθαρές μου σκέψεις
που καλοντυμένες φρόντιζα να είναι
και ατσαλάκωτες
καθώς τις έστελνα θυσία
στο βωμό της μεγάλης πλατείας
Εκεί που καθημερινά κάτω από το κελάηδισμα   
τεχνιτών πουλιών πάνω σε μεταλλικά δέντρα
διαπιστώνεται η ανεπάρκεια της καθαρότητας
και εκτελείται υπό μορφή θυσίας
Αύριο θα γεννήσω άλλες
μα θα τις δώσω στα πουλιά που απέμειναν
να τις πάνε μακριά από εδώ

Σήμερα είναι η παρέλαση
των τενεκεδένιων ανθρώπων
δεν θα πάω
κανείς δεν πηγαίνει πια

Θα μείνω σπίτι να ποτίσω τα λουλούδια
και να γράψω το μανιφέστο μιας απόδρασης
που δεν έγινε ακόμη